Πηγαίνω βρέχοντας, ουρανοποιός εξ αναβολής
κατακεραυνωμένος με ξένο μολυβί
τα ματαιωμένα "εξ ορισμού" ποτίζοντας.
κατακεραυνωμένος με ξένο μολυβί
τα ματαιωμένα "εξ ορισμού" ποτίζοντας.
Ώσπου αίφνης σταματήσω εκ παραδρομής
σε γοερό ηλιοστάσι, τις εποχές διαχέοντας
και τα στοιχειωμένα ενδεχόμενα
σε ποτήρι ψηλό πικροάδειο, γλυκογεμάτο
σε κλίμακα απέραντου απροσμέτρητα
να το πιώ κι ας νοσταλγήσω
να το πιώ κι ας απομείνω
μικρός μα δεινός αποστάτης των προσωπείων
κι αφιλόξενος μέτοικος της απουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου