Όταν έφευγες κι άφηνες στάχτη σε κάθε βήμα σου
αέρας που χτυπούσε κι αντηχούσε
κι έλεγα στη φωτιά να προφτάσει τους δρόμους σου
τις θάλασσες να περιζώσει.
Χρόνια που μέτρησα με το σουγιά της νύχτας
πάνω σε πέτρινους ύπνους
πάνω σε σανίδες ναυαγίων οπου πλάγιασα το ανήμερο
με γράμματα ανεπίδοτα κι άσπρες ορφανές κραυγές.
Ξημέρωσε κάποτε.
Κι όταν σφάλισα τα ψηλά παράθυρα με τρόμο λυτρωμένο
γύρισες αργά και με γύρεψες.
Κι ήταν ο ουρανός με μαύρη μπόλια τυλιγμένος
κι ήμουν εγώ στα βάθη του εξόριστος
τους δρόμους αρμηνεύοντας και τις θάλασσες
πως το κάθε βήμα σου
μακριά μου πια, πολύ μακριά να φυγαδέψουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου