(α' βραβείο ποίησης, λογοτεχνικοί αγώνες δήμου Ηρακλείου 1999)
Οι ψυχές μας στον ήλιο απλωμένες
χάνουν λίγο λίγο κάτι απ' το πρώτο θαλασσινό νερό τους
χάνουν λίγο λίγο κάτι απ' τη μυρωδιά του ξύλου
τη γεύση του χυμού.
Είναι κλειστές οι πόρτες και τα παράθυρα χρόνια τώρα
και μόνο τα σκυλιά που γαβγίζουν σου θυμίζουν πως κάποτε κάποιος κατοικούσε εδώ.
Με μια διάφανη μοναξιά να φαίνεται τις Κυριακές σα νησάκι μεσοπέλαγα
Με μια διάφανη μοναξιά να φαίνεται τις Κυριακές σα νησάκι μεσοπέλαγα
στα μεθεόρτια των λαϊκών αγορών και στις σκουριασμένες πλώρες των καραβιών.
Βλέπω ακόμα στα γκρίζα σκαλοπάτια της πόλης μου τις στυφές ζωές των ανθρώπων
που κάθε λίγο τρίζουν απ' τον τραχύ θόρυβο του αεροπλάνου
τη μακρινή φίλη να μου λέει "δεν είναι τίποτα, συνηθίζεις"
μα πιότερο σκέφτηκα να συνηθίσω στ' αηδόνια.
Περνά ο καιρός σαν τον αέρα στους δρόμους του λιμανιού
και είναι τόσα εκείνα που έχουμε κοινά
τόσες σιωπές ανεξίτηλες, τόση σκόνη στα παραθύρια
τόσα δειλινά στις γυμνές παλάμες.
Μα τούτος ο συρμάτινος φράχτης που πλάθει σύνορα στα μάτια
είναι γεμάτος απο χάρτινες κούτες που καμιά φορά
βλέπεις απο μέσα τους να ξεπηδάνε παιδιά δυό και τρία
σπλάχνο της σκοτεινής πολιτείας με τα κοφτερά δρομάκια.
Εκεί, στο ξέπνεμα της μέρας που νιώθεις πως είναι και δικό σου
τίποτα δεν έχει σβήσει ακόμη, τίποτα δεν έχει χαθεί
ούτε το μαύρο πουλί που χαράζει γραμμούλες στον αέρα
ούτε και τούτα τα παιδιά που θέλησαν να αγκαλιάσουν τον ήλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου